- ἀμφίασμα
- ἀμφίασμαgarmentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίασμα — ἀμφίασμα, το (Α) [ἀμφιάζω] ένδυμα, ρούχο … Dictionary of Greek
ἀμφιασμάτων — ἀμφίασμα garment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάσμασι — ἀμφίασμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάσμασιν — ἀμφίασμα garment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάσματα — ἀμφίασμα garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιάσματι — ἀμφίασμα garment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
одѣниѥ — ОДѢНИ|Ѥ (112), ˫А с. 1.Одежда, одеяние: И дѣниѥ [вм. одѣниѥ] мѹжѧ. и смьѧниѥ зѹбъ. и стѹпаниѥ чл҃вка. възвѣстить ˫аже о немь. (στολισμός) Изб 1076, 169 об.; ѡбьща всѣмъ имѣти ѡдѣни˫а повелѣ. (τὰ ἐνδύματα) ЖФСт к. XII, 81 об.; да бѹдеть же имъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμφιάζω — ἀμφιάζω (Α) (μεταγενέστερο αντί τού ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + άζω, αναλογικά με τα ρ. σε άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. τού ρ.… … Dictionary of Greek